Ο Βωμός των Νεκρών

|


Η εκκλησία ήταν σχεδόν άδεια και τ' άλλα ιερά ήταν βυθισμένα στο σκοτάδι. 'Ενας νεωκόρος διέσχιζε τον πρόναο, μια γριά έβηχε, αλλά ο Στράνσομ έβρισκε φιλόξενη αυτή τη βαριά και γλυκιά ατμόσφαιρα. 'Ηταν άραγε το άρωμα του λιβανιού ή κάτι ευρύτερο και πιο καθησυχαστικό; Τουλάχιστον είχε φύγει απ' το θλιμμένο προάστιο κι είχε πλησιάσει αυτή τη θερμή εστία. Σύντομα σταμάτησε να νιώθει παρείσακτος, έχοντας ένα συναίσθημα επικοινωνίας με τη μοναδική παρουσία που ήταν κοντά του - τη σκοτεινή μορφή μιας γυναίκας με βαρύ πένθος, την οποία έβλεπε από πίσω, να προσεύχεται σκυμμένη. Ευχήθηκε να μπορούσε να βουλιάξει στα βάθη της ύπαρξης του και να μείνει εκεί άκαμπτος, μέσα στην ακινησια, μέσα στην έκσταση. Μετά από μερικές στιγμές σηκώθηκε. Το να κοιτάζει με τόση προσήλωση μιαν άγνωστη καταντούσε κάπως αγενές. Τότε ο Στράνσομ χάθηκε τελείως μέσα στις σκέψεις του, επιπλέοντας από δω κι από κει σ' αυτόν τον ωκεανό του φωτός. Αν τέτοιες στιγμές είχαν υπάρξει συχνότερες στη ζωή του, θα είχε φανταστεί πολλές φορές το πρωταρχικό και τέλειο πρότυπο που αναπαρήγαγαν χιλιάδες εκκλησίες, το αρχέτυπο του ιδανικού ιερού που είχε οραματιστεί. Αυτό το ιερό ήταν αρχικά μια αντανάκλαση των εκκλησιαστικών λειτουργιών: ωστόσο εξελίχθηκε όπως μια ηχώ που ξεπερνάει σε καθαρότητα τη μουσική. Εκείνη τη στιμγή η μουσική αντηχούσε και το ιδανικό πρότυπο ακτινοβολούσε με μια μυστηριώδη λάμψη οπού μπορούσαν να φωτιστούν αναρίθμητες επιθυμίες. Για τον Στράνσομ, η αγία του τράπεζα έγινε σιγά-σιγά ο ιερός του βωμόςκι η φωτιά κέθε κεριού έγινε ένας ιδιαίτερος όρκος. Τους μέτρησε, τους ονόμασε, τους ταξινόμησε: έτσι, διέτρεξε σιωπηρά όλους τους νεκρούς του. 'Ολοι μαζί σκορπούσαν σπάταλα ένα φεγγοβόλημα τόσο έντονο που το μέρος του μυαλού του οπού φύλαγε τους νεκρούς, έσβηνε μπροστά του και χανόταν. Ο Στράνσομ αναρωτιόταν μήπως μπορούσε να βρει τη γαλήνη στην πραγματική δράση, σε μια λατρεία ορατή και χειροπιαστή.



Αυτη η σκέψη τον κατέκλυσε - λίγο πιο πέρα, η γυναίκα με το πένθος παρέμενε βυθισμένη στις προσευχές. Γεμάτος χαρά ο Στράνσομ σηκώθηκε απότομα, ενθουσιασμένος από ένα ξαφνικό σχέδιο. Περιφέρθηκε αθόρυβα μέσα στην εκκλησία, σταματώντας μπροστά στις αίθουσες που ήταν όλες, εκτός από μία, αφιερωμένες σε κάποια ειδική λειτουργία. Σ' αυτό τον αλαμπή και γυμνό χώρο όπου στάθηκε περισσότερο, είχε το χρόνο να ονειρευτεί κάτι πλούσιο και γενναιόδωρο. Δεν χρειαζόταν να κλέψει το όραμα από κάποιαν άλλη ιερουργία, ούτε να το συνδέσει με κάτι βέβηλο: το έπαιρνε απλώς έτσι όπως του το παραχωρούσε κι' έφτιαχνε απ' αυτό ένα μεγαλόπρεπο αριστούργημα, ένα βουνό φωτιάς. 'Ηταν ένα όραμα που συντηρουσε με σεβασμό όλο το χρόνο και που το περιέβαλε η καθαγιασμένη ατμόσφαιρα της εκκλησίας, ένα όραμα πάντα έτοιμο για τη λατρεία. Υπήρχαν δυσκολίες αλλά, από την αρχή φαίνονταν οτι θα ξεπερνιούνταν. Ακόμη και για κάποιον ελάχιστα μυημένο όπως ο Στράνσομ, το πράγμα μπορούσε να διευθετηθεί. Τα φανταζόταν όλα από τα πριν και προπάντων το φως που θα του έδινε αυτό το παρεκκλήσι στα διαλείμματα των ασχολιών του και την ώρα του δειλινού, την ασφάλεια που κανείς δε θα μπορούσε να του αφαιρέσει μέσα στην αδιαφορία του σύμπαντος. Πριν φύγει από την εκκλησία, επέστρεψε εκεί που καθόταν και συνάντησε τη γυναίκα που είχε δει να προσεύχεται καθώς κατευθυνόταν προς την πόρτα. Πέρασε γοργά από μπροστά του κι ο Στράνσομ είδε φευγαλέα το χλομό της πρόσωπο και τα ανέκφραστα μάτια της, τα χωρίς βλέμμα σχεδόν. Εκείνη τη στιγμή του φάνηκε θαμπή κι υπέροχη.



'Ετσι άρχισαν οι μυσταγωγίες, που, αν και χειροπιαστές δεν έχασαν τον απόκρυφο χαρακτήρα τους, που ο Στράνσομ μπορούσε επιτέλους να δοξάσει. Του χρειάστηκε πολύς καιρός, ένας χρόνος περίπου, και τα μέσα που χρησιμοποίησε για να επιτύχει τους σκοπούς του, όπως και το αποτέλεσμα που είχαν, αποδείκνυαν σε όποιον μάντευε το μυστικό, τον ενθουσιασμό και το ζήλο του. 'Ομως στην πραγματικότητα, κανείς δε μοιραζόταν το μυστικό πέρα απ' τους γλυκανάλατους κληρικούς που γνώρισε και που είχαν κάποιες αντιρρήσεις τις οποίες ο Στράνσομ αντέκρουσε υπομονετικά. Οι άνθρωποι της εκκλησίας είχαν δείξει περιέργεια και συμπόνοια: εκείνος τους αντιμετώπισε επιδέξια και κατάφερε να αποσπάσει τη συγκατάβεση τους για την αλλόκοτη ασωτεία του. Μάλιστα, ως αντάλλαγμα για την επιείκεια τους, του ζήτησαν να κάνει δωρεές. Στην αρχή των πράξεων αυτών, ο Στράνσομ είχε αναγκαστεί να αποταθεί στον επίσκοπο κι ο επίσκοπος είχε φανεί πολύ ανθρώπινος και μάλιστα έμοιαζε γοητευμένος. Η επιτυχία του σχεδίου ήταν, έτσι κι αλλιώς, σίγουρη, απο τη στιγμή που η στάση των ενδιαφερομένων φιλελευθεροποιήθηκε μπροστά στις ελευθεριότητες του Στράνσομ.



Το ιερό και το μικρό παρεκκλήσι που το περιέβαλε, τα αφιερωμένα σ' αυτή τη συγκεκριμένη και οικεία λατρεία, έπρεπε να συντηρούνται με τρόπο θαυμαστό. Τα μοναδικά πράγματα που αποφάσιζε μόνος του ο Στράνσομ ήταν ο αριθμός των λαμπάδων κι η επιλογή των ιεροπραξιών. 'Οταν το τελετουργικό καθορίστηκε με ακρίβεια, η απόλαυση του ξεπέρασε κάθε ελπίδα. Του άρεσε να αναπολεί το μυστήριο όταν δεν βρισκόταν πια στο ναό και να πείθεται για την αποτελεσματικότητα του όταν πλησίαζε στο χώρο. Κατοικούσε αρκετά μακριά από την εκκλησία κι έτσι η κάθε επίσκεψη στο παρεκκλήσι απαιτούσε την υπομονλη ενός προσκυνήματος. Ωστόσο, ο χρόνος που αφιέρωνε στη λατρεία των νεκρών του φαινόταν πως συνέβαλε στα υπόλοιπα ενδιαφέροντα του και πως κάθε άλλο παρά τα πρόδιδε. Ακόμη και μια πολυάσχολη ζωή μπορούσε να γίνει ελαφρότερη αν της προστίθετο μια καινούργια υποχρέωση. Αλλά μέχρι ποιού σημείου η ζωή του ελάφρυνε, δεν θα το μάντευαν ποτέ αυτοι που, γνωρίζοντας τις εξαφανίσεις του, τις εξηγούσαν αποκαλώντας τες βουτιές στην αμαρτία. Αυτές οι βουτιές τον παρέσυραν σε πιο ήρεμα βάθη από οτι τα αβυσσαλέα σπήλαια της θάλασσας, και μετά από ένα ή δύο χρόνια, η συνήθεια του αυτή είχε γίνει η μοναδική που δεν μπορούσε να απαρνηθεί.



Οι νεκροί του τώρα είχαν κάτι αμετάκλητα δικό τους κι εκείνος αρεσκόταν να σκέφτεται πως θα μπορούσαν καμιά φορά να γίνονται οι νεκροί των άλλων, όπως κι αυτός μπορούσε να επικαλείται στις δικές του ιερουργίες νεκρούς που ανήκαν στους άλλους. 'Ολοι όσοι γονάτιζαν στο χαλί που είχε βάλει να στρώσουν συμμετείχαν στο πνεύμα της λατρείας του. Το καθένα από τα φώτα ειχε για κείνον ένα όνομα και κάποτε-κάποτε άναβε μια καινούργια φλόγα. Η βασική του πίστη ήταν πως υπήρχε πάντα θέση για όλους τους Εκείνους. Οι πιστοί που περνούσαν ή που σταματούσαν δεν έβλεπαν παρά το πιο αστραφτερό από τα ιερά του ναού, γεμάτο ζωή ξαφνικά, μπροστά απ' όπου ένας άνδρας κάποιας ηλικίας, εμφανώς μαγεμένος, καθόταν συχνάμ βυθισμένος σε ονειροπόληση ή σε μισο-ύπνωση. 'Ομως, ένα μέρος της ευτυχίας που προκαλούσε αυτό το μέρος στον μυστηριώδη και ιδιότροπο λάτρη προερχόταν από το γεγονός οτι ξανάβρισκε τα χρόνια της περασμένης του ζωής, τους δεσμούς, τη στοργή, τους αγώνες, της αποτυχίας, τις κατακτήσεις (αν υποτεθεί πως υπήρχαν). 'Εκανε κάτι σαν απολογισμό αυτού του περιπετειώδους περίπλου του οποίου τους σταθμούς σηματοδοτούσαν η γένεση και η διακοπή των ανθρωπίνων σχέσεων. Γενικά, δεν ένιωθε ιδιαίτερη έλξη για το παρελθόν του. Ορισμένες στιγμές, σε άλλους τόπους, το παρελθόν του φαινόταν κυρίως αξιολύπητο και ανεπανόρθωτο, αλλά σ' αυτή την περίσταση, μπροστά στο ιερό του, το αποδεχόταν ευχάριστα, όπως ανέχεται κανείς ένα κακό που αρχίζει και γιατρεύεται. 'Ερχεται μια στιγμή που η αρρώστια της ζωής παραδίνεται στη θεραπεία του χρόνου κι ήταν αυτές τις ώρες του στοχασμού του που αυτή η αλήθεια του παρουσιαζόταν καθαρότερα. 'Εβλεπε εκεί γραμμένη τη μέρα που, για πρώτη φορά, είχε μαθητεύσει στον θάνατο - καθεμία από τις φράσεις αυτής της μαθητείας σημαδευόταν από μία φλόγα.



Οι φλόγες ήταν τώρα περισσότερες γιατί ο Στράνσομ είχε εισδύσει σ' αυτη τη σκοτεινή πομπή που οδηγεί στον τάφο κι οπου κάποιος πεθαίνει κάθε μέρα.

Χένρι Τζέημς, ο Βωμός των Νεκρών